- πελαγισμός
- πελᾰγ-ισμός, ὁ,A being at sea, Alciphr.2.4(pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πελαγισμός — ὁ, Α [πελαγίζω] 1. ο κλυδωνισμός, το κούνημα που γίνεται στο πέλαγος 2. η ναυτία, η ζάλη που προέρχεται από τον κλυδωνισμό στο πέλαγος … Dictionary of Greek
πελαγισμῶν — πελαγισμός being at sea masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)